ὑπερήλικα

ὑπερήλικα
ὑπερή̱λικα , ὑπέρ-ἁλίζω 1
gather together
perf ind act 1st sg (attic epic ionic)
ὑπέρ-ἁλίζω 2
salt
perf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”